οβορός

οβορός
ο
(δ. τ. τού βορός) αυλή, μάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. obor «στάβλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλογοβορός — ο οβορός τών αλόγων, αλογόμαντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + οβορός «περιφραγμένος χώρος όπου διανυκτερεύουν τα ζώα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”